ολενέλλος

ολενέλλος
ο
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην ομάδα τών τριλοβιτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ωλενέλ(λ)ος — ο, Ν (παλαιοντ.) 1. ο ολενέλλος 2. φρ. «σειρά ωλενέλ(λ)ου (ή ολενέλ[λ]ου)» γεωλ. ακολουθία πετρωμάτων τού Κατώτερου Καμβρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. olenellus < olen us (< ώλενος) + υποκορ. κατάλ. ellus] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”